- συνημμένος
- -η, -οβλ. συνάπτω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνημμένος — η, ο, Ν βλ. συνάπτω … Dictionary of Greek
συνημμένος — συνάπτω join together perf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάπτομαι — συνάπτομαι, συνάφθηκα, συνημμένος βλ. πίν. 12 Σημειώσεις: συνάπτομαι : η μτχ. συνημμένος χρησιμοποιείται κυρίως για κάτι (π.χ. έγγραφο) που συνάπτεται, παρουσιάζεται μαζί με άλλο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρήορος — και δωρ. και αττ. τ. παράορος, δωρ. τ. και πάρηρος και πάραρος και παρῶρος, ον, Α 1. ο συνημμένος ή συνηρτημένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρήορος το άλογο που δενόταν στο άρμα δίπλα στα ζευγμένα άλογα 2. αυτός που εκτείνεται κατά μήκος, ο ξαπλωμένος … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
συνείρω — ΝΜΑ 1. συνάπτω, συνδέω, συμπλέκω 2. (σχετικά με λόγους, ιδέες, φράσεις, επιχειρήματα) αραδιάζω κατά λογική σειρά, συνδυάζω λογικά αρχ. 1. αφηγούμαι κάτι διαδοχικά ή λεπτομερώς («τὰς ἑξῆς πράξεις συνείρει», Διόδ.) 2. παρενθέτω σε λόγο 3. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… … Dictionary of Greek
ՀԱՄԱԲՆԱԿԻՑ — ( ) NBH 2 0012 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 11c, 12c ա. Որպէս Համագոյակից. բնութենակից. ὀμοούσιος consubstantialis *Զհամաբնակիցն հօր եւ ամենսուրբ հոգւոյնʼʼ. յն. օմոու՛սիօս Շար.: *Կենդանարար հոգւոյդ տիրական՝ համաբնակից անսկզբնական.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԱՐԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 2 0342 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 11c, 13c ա. συναπτός, συναφθείς, συνήμμενος, συνᾴδων connexus, copulatus, adunatus, adhaerens, cohaerens, consonans. Յարեալ կցեալ. կից. կցորդ. զօդեալ. բարոյապէս միաւորեալ. բարեկամ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
συνάπτω — σύναψα, συνάφθηκα, συνημμένος 1. συνδέω: Συνημμένα έγγραφα. 2. μτφ., «Συνάπτω γάμο», παντρεύομαι· «Συνάπτω μάχη», μάχομαι· «Συνάπτω σχέσεις με κάποιον», σχετίζομαι με κάποιον· «Συνάπτω συνθήκη», συνθηκολογώ· «Συνάπτω δάνειο», δανείζομαι κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)